άραχνος

άραχνος
κ. άραχλος -η, -ο
συφοριασμένος, δύστυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραχνιάζω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. άδειος < αδειάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄραχνος — masc nom sg ἀράχνης spider masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀράχνου — ἄραχνος masc gen sg ἀράχνης spider masc gen sg ἀράχνης spider masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀράχνους — ἄραχνος masc acc pl ἀράχνης spider masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄραχνον — ἄραχνος masc acc sg ἀράχνης spider masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άραχθος — Ποταμός (110 χλμ.) της Ηπείρου. Έχει λεκάνη με έκταση 1.890 τ. χλμ. Πηγάζει από τη θέση Οξιά του Δεσπότη και εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο. Λέγεται και ποτάμι της Άρτας. Σε τμήμα κοντά στις πηγές του ονομάζεται Μετσοβίτικος. Ο Μετσοβίτικος… …   Dictionary of Greek

  • αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • άραχλος — άραχλος, η, ο και άραχνος, η, ο επίρρ. α σκοτεινός, πένθιμος, άθλιος: Το σπίτι μας είχε γίνει μαύρο και άραχλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”